- κατά-καυσις
κατά-καυσις, ἡ, das Verbrennen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-καυσις, ἡ, das Verbrennen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek