- κατά-κρεως
κατά-κρεως, fleischig, Hdn. epimer. p. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κρεως, fleischig, Hdn. epimer. p. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύκρεως — ἡδύκρεως, ων, γεν. ω (Α) (για ζώα ή πτηνά) αυτός που έχει γλυκό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, κατά κρεως] … Dictionary of Greek
τόνθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *τόνθος με επίθημα ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)] … Dictionary of Greek