κατά-γραφος

κατά-γραφος

κατά-γραφος, = κατάγραπτος, bunt, Ath. IX, 387 f; Luc. oft. – Bes. auch = im Profil gemalt, Plin. H. N. 35, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της …   Dictionary of Greek

  • ημίγραφος — ἡμίγραφος, ον (Α) ο μισογραμμένος, ο γραμμένος κατά το ήμισυ ή εν μέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γραφος (< γράφω ή γραφή), πρβλ. αυτό γραφος, χειρό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”