- κατά-ψευσμα
κατά-ψευσμα, τό, das Erdichtete, Erlogene, Arr. Epict. 2, 20, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-ψευσμα, τό, das Erdichtete, Erlogene, Arr. Epict. 2, 20, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ραθώδημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψεῡσμα» … Dictionary of Greek