- κατά-χλοος
κατά-χλοος, sehr grün, Galen., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-χλοος, sehr grün, Galen., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
φοινικόχλοος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) κιτρινοπράσινος, ξανθόχλους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
χλούς — και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α 1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς ἡ χλωρότης» 2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς ὠχρότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη] … Dictionary of Greek