κατά-χωλος

κατά-χωλος

κατά-χωλος, lahm, Alcaeus in B. A. p. 102, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψίχωλος — κλεψίχωλος, ον (Α) αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό χωλος, κατά χωλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Λατινική Νομισματική Ένωση — Διεθνής οικονομική οργάνωση. Συγκροτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1865 αρχικά από τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ενώ το 1868 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Σκοπός της Λ.Ν.Ε. ήταν ο διακανονισμός του ισχύοντος νομισματικού… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIUS qui et Bacchus dicitur — vites et vini usum, atque ceterarum arborum fructus invenisse fertur. Vide Bacchus, Lenaeus, Liber, Lyaeus, etc. nomen quod attinet, Nonnus Panopolitan. a Νῦσος derivare videtur, quod est claudus, rationemque vocis istius reddit Bassaricôn l. 8.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …   Dictionary of Greek

  • ενίγυιος — ἑνίγυιος, ον (Α) 1. ο ενωμένος σ ένα σώμα, ο συμφυής 2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • παγανό — το, και παγανός, ο 1. συν. στον πληθ. τα παγανά (λαογρ.) δαιμόνια, ξωτικά που ο λαός πίστευε ότι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τού δωδεκαήμερου, καλικάντζαροι 2. (ο τ. τού αρσ.) (σκωπτικά) άνθρωπος χωλός ή με άλλο εμφανές σωματικό ελάττωμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”