- κατά-χυτλον
κατά-χυτλον, τό, Gießkanne Gefäß, aus dem man die Badenden übergoß, VLL.; Eupol. bei Poll. 10, 13; Phereer. bei Ath. VI, 269 a, ἐν καταχύτλοις λεκάναις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-χυτλον, τό, Gießkanne Gefäß, aus dem man die Badenden übergoß, VLL.; Eupol. bei Poll. 10, 13; Phereer. bei Ath. VI, 269 a, ἐν καταχύτλοις λεκάναις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek