- κατά-χυσις
κατά-χυσις, ἡ, das Darauf-, Darübergießen, der Aufguß, Medic. – Nach Moeris hellenistisch für das att. πρόχους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-χυσις, ἡ, das Darauf-, Darübergießen, der Aufguß, Medic. – Nach Moeris hellenistisch für das att. πρόχους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek