- κατά-φημος
κατά-φημος, übel berüchtigt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-φημος, übel berüchtigt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
ταχυφημία — η, Ν ιατρ. ανωμαλία στο ρυθμό τής ομιλίας που συνίσταται στην ασυγκράτητη, υπερβολικά βιαστική και ασαφή εκφορά τού λόγου και κατά την οποία υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην ταχύτητα τής σκέψης και στην ταχύτητα τής κινητικής γλωσσικής δεξιότητας,… … Dictionary of Greek