- κατά-φορτος
κατά-φορτος, mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-φορτος, mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
υπέρφορτος — η, ο / ὑπέρφορτος, ον, ΝΜ υπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτον φορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φόρτος (πρβλ. αντί φορτος, κατά φορτος)] … Dictionary of Greek
περίφορτος — ον, Α κατάφορτος, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόρτος «φορτίο» (πρβλ. κατά φορτος)] … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… … Dictionary of Greek