κατά-σκεπος

κατά-σκεπος

κατά-σκεπος, bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλλόσκεπος — ον, Α καλυμμένος με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σκεπος (< σκεπός «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος, φιλό σκεπος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσκεπος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι κάτω από σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος] …   Dictionary of Greek

  • μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”