- κατά-στεγος
κατά-στεγος, bedeckt, bedacht; αὐλαί Her. 2, 148; δρόμος Plat. Euthyd. 273 a; νεοττιαί Arist. H. A. 9, 14; σύριγγες Pol. 9, 41, 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-στεγος, bedeckt, bedacht; αὐλαί Her. 2, 148; δρόμος Plat. Euthyd. 273 a; νεοττιαί Arist. H. A. 9, 14; σύριγγες Pol. 9, 41, 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόστεγος — η, ο/ ὑπόστεγος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη 2. ο καλυμμένος με στέγη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεγος (<… … Dictionary of Greek
ταπεινόστεγος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χαμηλή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
στεγόσαυρος — (stegosaums). Γένος ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκουν στην οικογένεια των Στεγοσαυριδών και είχαν πολύ μικρό κρανίο, ελάχιστο εγκέφαλο και μήκος σκελετού που έφτανε τα 9 μ. Απολιθωμένα λείψανα σ. βρέθηκαν στη Β. Αμερική και στην Οξφόρδη. * * * ο, Ν … Dictionary of Greek
ψέγος — (I) το, ΝΜ [ψέγω] μομφή, επίκριση. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για διαλ. τ. τής λ. στέγος* με σημ. «τάφος»] … Dictionary of Greek
στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… … Dictionary of Greek
στεγοκεφάλια — και στεγοκέφαλα, τα, και στεγοκέφαλοι, οι, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα αμφιβίων που ανήκουν στην υφομοταξία τών ασπιδοσπονδύλων και οι αντιπρόσωποι της έζησαν κατά τον παλαιοζωικό αιώνα και το τριαδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
στεγόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ελεφάντων που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια τού ανώτερου πλειοκαίνου, έζησε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική και θεωρείται προγονική μορφή τού μαμμούθ και τών σύγχρονων ελεφάντων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek