- κατά-στυγνος
κατά-στυγνος, sehr traurig, betrübt, Ath. XIII, 585 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-στυγνος, sehr traurig, betrübt, Ath. XIII, 585 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
στυγνηγόρος — ον, Α 1. αυτός που αγορεύει και λέει δυσάρεστα πράγματα, αυτός που προλέγει συμφορές 2. (για χρόνο) αυτός κατά τον οποίο επιβάλλεται να λέει κανείς λυπηρά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. ετυμ ηγόρος. Το η τού τ.… … Dictionary of Greek
στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… … Dictionary of Greek
χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… … Dictionary of Greek