- κατ-άσσω
κατ-άσσω, Sp., = κατάγνυμι; Schol. Il. 13, 322; Artemid. 1, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άσσω, Sp., = κατάγνυμι; Schol. Il. 13, 322; Artemid. 1, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
κατάσσω — (Α) κατάγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. τού κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ έ αξ α κατά το σχήμα ἐ πάτ αξ α: πατ άσσω] … Dictionary of Greek