κατά-σπιλος

κατά-σπιλος

κατά-σπιλος, befleckt, Porphyr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • πολύσπιλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές κηλίδες 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ψόγο, άξιος μομφής, αξιόμεμπτος («ὁ πολύσπιλος τῆς πορνείας δαίμων», Νείλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπίλος «κηλίδα, λεκές» (πρβλ. κατά σπιλος)] …   Dictionary of Greek

  • υπόσπιλος — ον, Α αυτός που έχει σπίλους, κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπίλος «κηλίδα» (πρβλ. κατά σπιλος)] …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • σπίλη — ἡ, Α σπίλος, ηθικό στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπίλος (Ι), κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός — Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή… …   Dictionary of Greek

  • σπιλάδα — η / σπιλάς, άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν ισχυρή παροδική ριπή ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα σπιλάζω* (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω»… …   Dictionary of Greek

  • σπίλαξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «μῶλος ὁ πλατανώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος*(ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • σπίλον — τὸ, Α στον πληθ. τά σπίλα 1. έντερα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”