- κατ-άρτιος
κατ-άρτιος, ἡ, der Mastbaum, auch κατάρτιον, τό, erst Sp., wie Artemid. 2, 12 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άρτιος, ἡ, der Mastbaum, auch κατάρτιον, τό, erst Sp., wie Artemid. 2, 12 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάρτι — το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν) ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά τού πλοίου, ο ιστός τού πλοίου μσν. δοκάρι αρχ. μέρος τού υφαντικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (<… … Dictionary of Greek
καταρτία — καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία) μσν. κατάρτι, δοκάρι αρχ. εξαρτία*, εξοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α) * + ἄρτιος] … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek
κατάρτιος — κατάρτιος, ἡ (Α) το κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄρτιος > ἄρτι «μόλις»] … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek