- κατά-πλυσις
κατά-πλυσις, ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-πλυσις, ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πλύσιμο — το / πλύσιμον, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλύνω νεοελλ. φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί αρχ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το … Dictionary of Greek