- κατά-παυσις
κατά-παυσις, ἡ, das Beruhigen, zur Ruhe Bringen, die Ruhe und Stille, LXX, N. T.; – τυράννων κατάπαυσις ἐγένετο, Absetzung, Her. 5, 38; τῆς βασιληΐης 6, 67; Sp., wie D. Cass. 46, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-παυσις, ἡ, das Beruhigen, zur Ruhe Bringen, die Ruhe und Stille, LXX, N. T.; – τυράννων κατάπαυσις ἐγένετο, Absetzung, Her. 5, 38; τῆς βασιληΐης 6, 67; Sp., wie D. Cass. 46, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… … Dictionary of Greek
παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
πόζα — η, Ν 1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη 2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά 3. στάση τού σώματος κατά τη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ.… … Dictionary of Greek