- κατά-πτωτος
κατά-πτωτος, herabgefallen, herabfallend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-πτωτος, herabgefallen, herabfallend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάπτωτος — εὐκατάπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτον το να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτωτος (< κατα πίπτω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ετερόπτωτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, ον) ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, τού ύδατος») νεοελλ. αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πολύπτωτος — η, ο / πολύπτωτος, ον, ΝΜΑ γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο (ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… … Dictionary of Greek