- κατ-οίχομαι
κατ-οίχομαι (s. οἴχομαι), hinunter, weggegangen sein; οἱ κατοιχόμενοι, die Gestorbenen, Dem. 43, 67; Arist. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οίχομαι (s. οἴχομαι), hinunter, weggegangen sein; οἱ κατοιχόμενοι, die Gestorbenen, Dem. 43, 67; Arist. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοίχομαι — (Α) (ενεστ. με σημ. παρακμ.) 1. έχω φύγει, έχω πεθάνει 2. (πληθ. αρσ. μτχ. ενεστ. με άρθρο) οἱ κατοιχόμενοι οι πεθαμένοι («τὰ τῶν κατοιχομένων νόμιμ οὐ περιεῑδον ὑβριζόμενα», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴχομαι με σημ. «έχω φύγει, έχω… … Dictionary of Greek