κατ-ολισθαίνω

κατ-ολισθαίνω

κατ-ολισθαίνω, oder richtiger κατολισϑάνω (s. ὀλισϑαίνω), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV, 204 u. a. Sp., wie Luc. u. Ael.; aor. κατόλισϑε Ap. Rh. 1, 390; κατώλισϑον VLL.; κατωλίσϑησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3, 64; Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατολισθαίνω — (ΑΜ κατολισθαίνω, Α και κατολισθάνω) γλιστρώ προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας («οὐδ αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι», Στράβ.) μσν. αρχ. περιπίπτω, καταντώ («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”