- πρημάς
πρημάς, άδος, ἡ, eine Thunfischart; Artemid. 2, 14; Opp. Hal. 1, 183. Vgl. auch πριμαδίαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημάς, άδος, ἡ, eine Thunfischart; Artemid. 2, 14; Opp. Hal. 1, 183. Vgl. auch πριμαδίαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] … Dictionary of Greek
πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… … Dictionary of Greek