κατ-ονειδίζω

κατ-ονειδίζω

κατ-ονειδίζω, verstärktes simplex, D. Hal. 11, 42 λόγον, heftig tadeln.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …   Dictionary of Greek

  • κατονειδίζω — (ΑΜ) 1. κατηγορώ κάποιον 2. εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω μσν. μαλώνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνειδίζω «ντροπιάζω, κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • σκερβόλλω — Α 1. σκώπτω 2. ονειδίζω, βρίζω 3. φρ. «σκερβόλλω πονηρά» βρίζω ή κακολογώ χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τής αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., τής οποίας το β συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”