κατ-οδύρομαι

κατ-οδύρομαι

κατ-οδύρομαι, med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] …   Dictionary of Greek

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ …   Dictionary of Greek

  • κατοδύρομαι — (Α) 1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.) 2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀδύρομαι «θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατοιμώζω — (Α) στενάζω δυνατά, κλαίω με στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰμώζω «κλαίω, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πτύρω — Α 1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ. β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ. γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”