- κατ-ομβρίζω
κατ-ομβρίζω, = κατομβρέω, Sp., wie Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ομβρίζω, = κατομβρέω, Sp., wie Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατομβρίζομαι — (Μ) 1. κατομβρούμαι* («ἐν τοῑς συνεχῶς κατομβριζομένοις», Γεωπ.) 2. βρέχω, ρίχνω βροχή 3. (το ενεργ.) κατομβρίζω ραίνω, ραντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβρίζω / ομαι «βρέχω» (< ὄμβρος «βροχή»)] … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek