κατ-ηγορία

κατ-ηγορία

κατ-ηγορία, , 1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορία μὲν οὐδεμία προετέϑη Thuc. 3, 52, von αἰτία unterschieden; auf die ἐχϑροὶ ἀδικήσαντες bezogen, 1, 69; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen, Xen. An. 5, 8, 1; πολλαὶ κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασι Isocr. 5, 147; τινός, Xen. Hell. 2, 1, 31. – 2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung, Arist. u. Folgde, die Kategorieen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… …   Dictionary of Greek

  • υπηγορία — ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση 2. απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”