κατ-οικίδιος

κατ-οικίδιος

κατ-οικίδιος, zum Hause gehörig, häuslich; ὄρνις, Haushahn, Long. 3, 6 u. a. Sp.; so auch μῦς, περιστερά u. ä.; – κατοικίδιον βίον ἔχειν, eingezogenes Leben, D. Sic. 3, 53; οἱ κατοικίδιοι, Stubenhocker, Luc. hist. conscrib. 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”