- κατ-οικίς
κατ-οικίς, ίδος, ἡ, p. fem. zu κατοικίδιος, ὄρνις, Haushuhn, Nic. Ther. 557. Vgl. κατοικάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οικίς, ίδος, ἡ, p. fem. zu κατοικίδιος, ὄρνις, Haushuhn, Nic. Ther. 557. Vgl. κατοικάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.