- κατ-οκωχή
κατ-οκωχή, ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; ϑείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οκωχή, ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; ϑείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετοκωχή — μετοκωχή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετοχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν οκωχή, κατ οκωχή] … Dictionary of Greek
παροκωχή — ἡ, Α το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ οκωχή] … Dictionary of Greek
κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… … Dictionary of Greek
seĝh-, seĝhi-, seĝhu- — seĝh , seĝhi , seĝhu English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg” Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary