κατ-οξύνω

κατ-οξύνω

κατ-οξύνω, sehr schnell machen, beschleunigen, τὴν χειροϑεσίαν Artem. bei Ath. XIV, 637 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταστομώ — καταστομῶ, όω (Μ) 1. οξύνω την κόψη, κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό 2. παθ. καταστομοῡμαι, όομαι αποκτώ οξεία ακμή ή αιχμή, γίνομαι κοφτερός, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”