- κατ-ηχής
κατ-ηχής, ές, erschallend, ertönend, dor. καταχὲς ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὕδωρ Theocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ηχής, ές, erschallend, ertönend, dor. καταχὲς ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὕδωρ Theocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατηχής — και δωρ. τ. καταχής ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηχής (< ἠχή), πρβλ. απ ηχής, προσ ηχής] … Dictionary of Greek