- προ-αλίσκομαι
προ-αλίσκομαι (s. ἁλίσκομαι), vorher gefangen werden, προηλωκότες Plut. Cat. min. 17; vorher verurtheilt werden, εἴ τις ἐκείνων προήλω, Dem. 22, 7. – S. auch προςαλίσκομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αλίσκομαι (s. ἁλίσκομαι), vorher gefangen werden, προηλωκότες Plut. Cat. min. 17; vorher verurtheilt werden, εἴ τις ἐκείνων προήλω, Dem. 22, 7. – S. auch προςαλίσκομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαλίσκομαι — Α 1. συλλαμβάνομαι ή κυριεύομαι εκ τών προτέρων 2. μτφ. προκαταλαμβάνομαι 3. καταδικάζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίσκομαι «κυριεύομαι, καταδικάζομαι»] … Dictionary of Greek
προκαταναλίσκεται — πρό , κατά , ἀνά ἁλίσκομαι to be taken pres ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) προκατανᾱλίσκεται , πρό καταναλίσκω use up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)