- κατ-οχεύς
κατ-οχεύς, ὁ, der Festhaltende, πυλάων, Thorriegel, Callim. Apoll. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οχεύς, ὁ, der Festhaltende, πυλάων, Thorriegel, Callim. Apoll. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… … Dictionary of Greek
οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
seĝh-, seĝhi-, seĝhu- — seĝh , seĝhi , seĝhu English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg” Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary