- κατ-ορούω
κατ-ορούω, herunterfahren, sich schnell herabbewegen, H. h. Cer. 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ορούω, herunterfahren, sich schnell herabbewegen, H. h. Cer. 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
κατορούω — (Α) ορμώ προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρούω «ορμώ»] … Dictionary of Greek