- κατ-ηρεμίζω
κατ-ηρεμίζω, dasselbe; κατηρεμίσϑησαν Xen. An. 7, 1, 24; Plut. de Is. et Osir. 81 τὰ ὀσφραντὰ πολλάκις ἀμβλύνει καὶ κατηρεμίζει τὴν αἴσϑησιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ηρεμίζω, dasselbe; κατηρεμίσϑησαν Xen. An. 7, 1, 24; Plut. de Is. et Osir. 81 τὰ ὀσφραντὰ πολλάκις ἀμβλύνει καὶ κατηρεμίζει τὴν αἴσϑησιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.