ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
επικατορύσσω — ἐπικατορύσσω (AM) θάβω επί πλέον («ἵνα καὶ αὐτὸς ζῶν ἐπικατορυγῇ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ ορύσσω «σκάβω, θάβω»] … Dictionary of Greek
λαχαίνω — (I) βλ. λαγχάνω. (II) λαχαίνω (Α) σκάβω, ορύσσω («μεγάλην ἐλάχαινε... τάφρον», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχαίνω συνδέεται με τη λ. λάχανον (μετονοματικό παράγωγο) και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από το σύνθ. ἀμφι λαχαίνω «σκάβω γύρω», το οποίο… … Dictionary of Greek
κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… … Dictionary of Greek
κατορύχω — (Α) κατορύσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρύχω (μτγν. τ. τού ὀρύσσω) «σκάβω»] … Dictionary of Greek
νεωρυχής — νεωρυχής, ές (Α) αυτός που εξορύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ωρυχής (< ὀρύσσω), πρβλ. κατ ωρυχής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση ἐν συνθέσει] … Dictionary of Greek
πεδώρυχος — και πεδωρύχος, ον, Α αυτός που ανασκάπτει το έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ώρυχος / ωρύχος (< ὀρυσσω), πρβλ. κατ ώρυχος, χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπωρυχία — ἡ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορύσσω* 2. (κατ* επέκτ.) υπόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ωρυχία (< ωρυχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek