κατ-οπτήρ

κατ-οπτήρ

κατ-οπτήρ, ῆρος, ὁ, der Späher, Kundschafter, καὶ σκοποὶ στρατοῦ Aesch. Spt. 36. – Bei den Chirurgen ein Instrument zur Erweiterung verengter Kanäle, Sonde, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] …   Dictionary of Greek

  • κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”