προμηθής — και δωρ. τ. προμαθής, ές, Α 1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.) 2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτι («οὔτε τι τοῡ θανεῑν προμηθής», Σοφ.) 3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές η… … Dictionary of Greek
νημηθής — νημηθής, ές (Α) απερίσκεπτος, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + * μηθής (< *μήθος, αμάρτυρος τ., ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. επι μηθής, προ μηθής)] … Dictionary of Greek
επιμηθής — ἐπιμηθής, ές (Α) σκεπτικός, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μηθής (< *μήθος, αμάρτυρος τ. ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. προ μηθής)] … Dictionary of Greek
mendh- — mendh English meaning: to pay attention to; vivacious Deutsche Übersetzung: ‘seinen Sinn worauf richten, lebhaft sein” Material: O.Ind. mēdhü “Weisheit, discernment, Verstand”, Av. mazdü, mazdüh n. “Gedachtnis, Erinnerung”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary