κατ-οπτεύω

κατ-οπτεύω

κατ-οπτεύω, ausspähen, ausforschen, beobachten; οὐράνιον χῶρον Arist. de mund. 1; D. Hal.; – belauschen, καὶ ὠτακουστεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 10; – pass., μὴ κατοπτευϑῶ παρών Soph. Phil. 124; πρὸς ἐχϑρῶν του κατοπτευϑείς Ai. 829; in Prosa, κατωπτεῦσϑαι Pol. 3, 38, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπτεύω — ὀπτεύω (Α) βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ απόσπαση από τα ρ. σε οπτεύω (< οπτος ή οπτης), πρβλ. δι οπτεύω, κατ οπτεύω] …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”