- κατα-μήκης
κατα-μήκης, ες, sehr lang, f. L. für κατὰ τὰ μήκεα Her. 4, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μήκης, ες, sehr lang, f. L. für κατὰ τὰ μήκεα Her. 4, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
ισομήκης — όμηκες (Α ἰσομήκης, όμηκες) ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.) αρχ. (για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο μήκης, στενο μήκης] … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
παραμήκης — άμηκες, Α 1. αυτός που έχει μακρύ σχήμα, επιμήκης («τὸ δὲ τρῆμα τοῡ σανιδώματος ἦν παράμηκες», Πολ.) 2. εκτεταμένος 3. αυτός που εκτείνεται σε ένα συγκεκριμένο μήκος («παραμήκης ὅσον ἑξήκοντα σταδίων τὸ μῆκος», Στράβ.) 4. (για νησί) αυτός που… … Dictionary of Greek
προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… … Dictionary of Greek
τανυμήκης — ύμηκες, Α τεταμένος κατά μήκος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο μήκης] … Dictionary of Greek
διαμήκης — άμηκες 1. αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος, αυτός που καταλαμβάνει όλο το μήκος 2. αυτός που διέρχεται κατά μήκος 3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάμηκες η κατά μήκος διάσταση φρ. «διάμηκες τού πλοίου» η απόσταση από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.… … Dictionary of Greek
αμφιμήκης — ἀμφιμήκης, ες (ΑΜ) 1. άρτιος, ζυγός (αριθμός) 2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)] … Dictionary of Greek