- κατ-αίσιμος
κατ-αίσιμος, = simplex, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αίσιμος, = simplex, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek
καταίσιμος — καταίσιμος, ον (Α) ευνοϊκός, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴσιμος «πεπρωμένος, μοιραίος» (< αἶσα)] … Dictionary of Greek