κατα-θήγω

κατα-θήγω

κατα-θήγω, verstärktes simplex, εἰ δ' ἐν ἐμαῖς βίβλοισι πάλιν καταϑήξετ' ὀδόντα Arist. 2 (VI, 303), von den Mäusen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θήξις — θῆξις, ἡ (ΑΜ) [θήγω] μσν. ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος» 2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή …   Dictionary of Greek

  • θώσσω — (Α) ευφραίνω με ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για συντετμημένο τ. τού θωρήσσω* που αργότερα συνδέθηκε παρετυμολογικά με το θήγω «ακονίζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”