κατα-λοχίζω

κατα-λοχίζω

κατα-λοχίζω, (in Lochen) vertheilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”