κατα-λιτανεύω

κατα-λιτανεύω

κατα-λιτανεύω, verstärktes simpl., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταλιτανεύων — κατά λιτανεύω pray pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”