- κατα-λιπαίνω
κατα-λιπαίνω, sehr fett machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-λιπαίνω, sehr fett machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταλιπαίνει — κατά λιπαίνω oil pres ind mp 2nd sg κατά λιπαίνω oil pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαινομένης — κατά λιπαίνω oil pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαίνειν — κατά λιπαίνω oil pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαίνεσθαι — κατά λιπαίνω oil pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαίνοντος — κατά λιπαίνω oil pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαίνων — κατά λιπαίνω oil pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελιπαίνετο — κατά λιπαίνω oil imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… … Dictionary of Greek