- κατα-λυτής
κατα-λυτής, ὁ, der Auflöser, Zerstörer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-λυτής, ὁ, der Auflöser, Zerstörer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεολύτης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά τον Ζωναρ.) ο πληρωτής τών χρεών του 2. μτφ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εξάλειψε τις ηθικές οφειλές τών ανθρώπων στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύτης — ο φυσ. χημ. κάθε χημική ένωση η οποία όταν βρίσκεται σε διάλυση μέσα στο νερό διασπάται κατά τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος στα στοιχεία τα οποία τή συνιστούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrolyte < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + lyte… … Dictionary of Greek