- κατα-θρασύνω
κατα-θρασύνω, s. καταϑαρσύνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-θρασύνω, s. καταϑαρσύνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεθρασύνθησαν — κατά θρασύνω embolden aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύναντο — κατεθρασύ̱ναντο , κατά θρασύνω embolden aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύνετο — κατεθρασύ̱νετο , κατά θρασύνω embolden imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθρασύνοντο — κατεθρασύ̱νοντο , κατά θρασύνω embolden imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)