- κατα-βίωσις
κατα-βίωσις, ἡ, das Verleben, Vollenden des Lebens; εἰς καταβίωσιν τὴν ἡσυχίαν ἄγειν D. Sic. 18, 52; ἀφανής App. B. C. 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βίωσις, ἡ, das Verleben, Vollenden des Lebens; εἰς καταβίωσιν τὴν ἡσυχίαν ἄγειν D. Sic. 18, 52; ἀφανής App. B. C. 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροβίωση — η ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία τού περιβάλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro (< νεκρός) + biosis… … Dictionary of Greek