κατα-μίσγω

κατα-μίσγω

κατα-μίσγω (s. μίσγω), = καταμίγνυμι, Strab. I p. 20; med., H. h. 18, 26; wie das act., Nic. Al. 353.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… …   Dictionary of Greek

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

  • μισγόνομος — μισγόνομος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”