- πρό-στοον
πρό-στοον, τό, Vorhalle, Sp. Vgl. πρόστωον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-στοον, τό, Vorhalle, Sp. Vgl. πρόστωον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek